ασυνταξία

ασυνταξία
η (AM ἀσυνταξία) [ασύντακτος]
γραμματική και συντακτική ανωμαλία
αρχ.
απειθαρχία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀσυνταξία — ἀσυνταξίᾱ , ἀσυνταξία incapacity of entering into construction fem nom/voc/acc dual ἀσυνταξίᾱ , ἀσυνταξία incapacity of entering into construction fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυνταξίᾳ — ἀσυνταξίᾱͅ , ἀσυνταξία incapacity of entering into construction fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασυνταξία — η η έλλειψη καλής σύνταξης, το συντακτικό σφάλμα: Στο γραπτό σου δεν υπήρχε, όπως νομίζεις, μια ασήμαντη ασυνταξία, αλλά πολλές και σημαντικές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσυνταξίας — ἀσυνταξίᾱς , ἀσυνταξία incapacity of entering into construction fem acc pl ἀσυνταξίᾱς , ἀσυνταξία incapacity of entering into construction fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυνταξίαν — ἀσυνταξίᾱν , ἀσυνταξία incapacity of entering into construction fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυνταξίαις — ἀσυνταξία incapacity of entering into construction fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοσυνταξία — η (Μ κακοσυνταξία) κακή σύνδεση λέξεων ή φράσεων, κακή σύνταξη, ασυνταξία, σολοικισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σύνταξις] …   Dictionary of Greek

  • κακοσυνταξία — η κακή σύνταξη, ασυνταξία: Προσπάθησε να διορθώσεις την κακοσυνταξία των προτάσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”